-
1 παρ-ακολουθέω
παρ-ακολουθέω, nebenhergehen u. begleiten, von der Seite folgen, τινί, z. B. φέρε νῠν ἐγώ σοι παρακολουϑῶ πλησίον, Ar. Eccl. 725; τῷ νοσήματι, Plat. Rep. III, 406 b; Soph. 266 c u. öfter, u. Folgende; τοῖς ἀδικήμασι, Dem. 24, 10; ἔχϑρα παρὰ Λακεδαιμονίων παρηκολούϑει αὐτοῖς, 59, 48; οὓς σὺ ζῶντας κολακεύων παρηκολούϑεις, 18, 162; Ggstz von προγίγνεσϑαι, Arist. eth. 3, 2; öfter bei Folgdn; παρακολουϑεῖν διὰ παντός, durchgängig bei Etwas stattfinden; auch τίς παρακολουϑεῖ ταῠτα; befolgen, Damox. bei Ath. III, 102 (v. 25); vgl. ὁ δέ μ' ἠκολούϑησεν Men. fr. inc. 32, u. Lob. Phryn. 354. – Uebertr., mit den Gedanken folgen, fassen, begreifen, ταῖς πράξεσιν, Pol. 3, 32, 2, öfter, bes. bei den Stoikern, die auch ἑαυτῷ παρακολουϑεῖν, mit folgdm ὅτι oder partic. construiren, Arr. Epict. 3, 5, 10. 4, 5, 21.
См. также в других словарях:
κίναδος — κίναδος, εος, τὸ (Α) 1. η αλεπού («οἱ Σικελιῶται γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσι», Σχόλ. Θεόκρ. 2. μτφ. πανούργος, δόλιος άνθρωπος («οὕς σὺ ζώντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις», Δημοσθ.) 3. θηρίο, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek